προψές
Смотреть что такое "προψές" в других словарях:
προψές — Ν επίρρ. (διαλ. τ.) πριν από δύο βράδια, την προπροηγούμενη βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψες] … Dictionary of Greek
προψές — επίρρ. χρον., το βράδυ της προχθεσινής ημέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προψεσινός — ή, ό αυτός που έγινε προψές ή υπάρχει από προψές: Να συνεχίσουμε την προψεσινή συζήτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προψεσινός — ή, ό, Ν (διαλ. τ.) αυτός που συνέβη πριν από δύο βράδια, αυτός που έγινε το προπροηγούμενο βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προψές + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] … Dictionary of Greek